επιγέννημα — το, ατος 1. ό,τι γεννιέται ή αναπτύσσεται πάνω σε κάτι. 2. αυτό που συμβαίνει ύστερα από κάτι άλλο, επακολούθημα, συνέπεια, απόρροια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Stoïker — Stoïker, der Gesammtname einer griechischen Philosophenschule, welchen sie von der Stoa, einer offenen Säulenhalle in Athen, erhielt, in welcher ihr Stifter, Zeno (s.d.) aus Kition, zu lehren pflegte. Der Lehrbegriff dieser Schule wurde von Zeno… … Pierer's Universal-Lexikon
επιγεννηματικός — ἐπιγεννηματικός, ή, όν (AM) [επιγέννημα] 1. αυτός που έχει παραχθεί ή δημιουργηθεί αργότερα από κάποιον άλλο 2. εκείνος που έρχεται ως συνέπεια, ως αποτέλεσμα … Dictionary of Greek
μετάφυτο — το (Α μετάφυτον) νεοελλ. φυτό το οποίο αποτελείται από πολλά κύτταρα οργανωμένα σε διαφοροποιημένους ιστούς αρχ. αυτό που αναπτύσσεται πάνω σε κάτι άλλο, επιγέννημα, μόσχευμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. ενός αμάρτυρου επιθ. *μετάφυτος] … Dictionary of Greek